- ληθαργώδης
- ληθαργ-ώδης, ες,A = ληθαργικός, Dsc.Ther.15, Gal.7.466. Adv. -
δῶς Dsc.4.64
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶς Dsc.4.64
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ληθαργώδης — ληθαργώδης, ῶδες (Α) [λήθαργος (Ι)] ληθαργικός. επίρρ... ληθαργωδῶς (Α) σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης … Dictionary of Greek
ληθαργώδη — ληθαργώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ληθαργώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ληθαργώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργώδεις — ληθαργώδης masc/fem acc pl ληθαργώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληθαργωδῶς — ληθαργώδης adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek